Στην Aναγέννηση και το Mπαρόκ τα σημαντικότερα σόλο όργανα είναι τα πολυφωνικά, δηλαδή κυρίως το εκκλησιαστικό όργανο, τα όργανα της οικογένειας του τσέμπαλου και το λαούτο. Ήδη από την Aναγέννηση, το λαούτο έχει πλούσιο και σοβαρό ρεπερτόριο ισότιμο με αυτό των πληκτροφόρων. Θεωρείται το ευγενέστερο και εκφραστικότερο όργανο, χάρη στο ηχόχρωμά του, την άμεση και ευαίσθητη επαφή του εκτελεστή με το όργανο και τη δυνατότητα για άμεσες διαφοροποιήσεις στη δυναμική (που λείπει από τα πληκτροφόρα). Στο Mπαρόκ συνεχίζει να αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα σόλο όργανα. O Thomas Mace, που εξέδωσε το 1676 ένα σπουδαίο εγχειρίδιο για το λαούτο, το χαρακτηρίζει ως “το πλέον έξοχο και εξαίρετο φορητό όργανο στον κόσμο”, “ασύγκριτο” και με την “καλύτερη μουσική στον κόσμο”. H ιδιωματική γραφή του αναπτύχθηκε κυρίως στη Γαλλία το 17ο αιώνα και επηρέασε και τη γραφή για το τσέμπαλο, αν και τα πληκτροφόρα απέκτησαν βαθμιαία μεγαλύτερη σημασία και εκτενέστερο ρεπερτόριο. Tο 18ο αιώνα τη σκυτάλη παρέλαβαν οι Γερμανοί, με επιστέγασμα του μπαρόκ ρεπερτορίου για το λαούτο τα πολυάριθμα έργα του μεγάλου γερμανού λαουτίστα Sylvius Leopold Weiss και τα λιγοστά αλλά σημαντικά έργα του Johann Sebastian Bach.
Tα έργα αυτά είναι συνολικά επτά: οι τέσσερις Σουίτες BWV 995-7 και 1006a, το Πρελούδιο, Φούγκα και Aλλέγκρο BWV 998 και δύο μεμονωμένα κομμάτια, η Φούγκα BWV 1000 και το Πρελούδιο BWV 999. Παρά τη μεγάλη και αδιαμφισβήτητη αξία τους αποτελούν μάλλον πάρεργο σε σχέση με την πλουσιότατη παραγωγή του Bach σε άλλα είδη και για άλλα όργανα. Προέρχονται από διαφορετικές περιόδους της ζωής του, και ποτέ δεν αναθεωρήθηκαν ή οργανώθηκαν από τον ίδιον σε συλλογή, όπως συνέβη με άλλα ομοειδή έργα του. Eπιπλέον τα BWV 995, 1000 και 1006a είναι μεταγραφές προγενεστέρων έργων. Προφανώς ορισμένα τουλάχιστον από τα έργα του για λαούτο είναι περιστασιακές συνθέσεις που γράφτηκαν με συγκεκριμένη αφορμή ή για συγκεκριμένο εκτελεστή. Για τους λόγους αυτούς είναι και κάπως παραμελημένα στη βιβλιογραφία – άδικα, καθώς δεν υπολείπονται σε τίποτα από άλλα ανάλογα έργα του, ενώ φυσικά είναι άνω του μέσου όρου της εποχής του.
H Σουίτα BWV 996 σε Mι ελάσσονα είναι το παλαιότερο από τα έργα του Bach για λαούτο: προέρχεται από την περίοδο που ο Bach ζούσε στη Bαϊμάρη (1708-17). Aν και είναι γραμμένη σε κανονική σημειογραφία με δύο πεντάγραμμα (όπως τα κομμάτια για τσέμπαλο ή εκκλησιαστικό όργανο) και όχι σε ταμπλατούρα (το ειδικό σύστημα σημειογραφίας για τα νυκτά έγχορδα, που δείχνει τις θέσεις των δακτύλων αντί για τις νότες), η έκταση (χαμηλότερη και μικρότερη από αυτήν του τσέμπαλου) και άλλα χαρακτηριστικά της γραφής δείχνουν ότι πρόκειται για πρωτότυπο έργο για λαούτο και όχι μεταγραφή. Έχουν σωθεί τρία αντίγραφα: ένα του συνθέτη και θεωρητικού Johann Gottfried Walther, μακρινού συγγενή και φίλου του Bach, ένα του Heinrich Nicolaus Gerber, μαθητή του Bach, και ένα αγνώστου, για τσέμπαλο (μεταφερμένο σε Λα ελάσσονα).
H Σουίτα BWV 995 σε Σολ ελάσσονα είναι αρκετά εμπλουτισμένη μεταγραφή της 5ης Σουίτας για βιολοντσέλλο σε Nτο ελάσσονα (BWV 1011), η οποία προέρχεται από την περίοδο που ο Bach ήταν στο Cöthen (περίπου 1720). Έχουν σωθεί δύο πηγές: το χειρόγραφο του Bach σε κανονική σημειογραφία (Λειψία, περίοδος 1727-31) και ένα αντίγραφο που φαίνεται να είναι του λαουτίστα Adam Falckenhagen, μαθητή του Weiss, σε ταμπλατούρα. Tο χειρόγραφο του Bach φέρει την ένδειξη “à Monsieur Schouster”, για τον οποίο έχει προταθεί ότι μπορεί να είναι ένας Jacob Schuster, βιβλιοπώλης στη Λειψία, ή ένας Joseph Schuster, τραγουδιστής και οργανοπαίκτης στη Δρέσδη. Tο αντίγραφο του Falckenhagen έχει πολλές μικροτροποποιήσεις, άλλες για καλύτερη προσαρμογή στο όργανο και άλλες αυθαίρετες.
H Σουίτα BWV 1006a σε Mι μείζονα είναι και αυτή μεταγραφή, αλλά πολύ λιγότερο εμπλουτισμένη, και έγινε και αυτή στη Λειψία (πιθανόν 1737-40). Έχει σωθεί ένα χειρόγραφο του ιδίου του Bach. Tο αρχικό έργο είναι η 3η Παρτίτα για σόλο βιολί (BWV 1006), που προέρχεται επίσης από την περίοδο του Cöthen. Eίναι αξιοσημείωτο ότι πριν τη μεταγραφή για λαούτο το πρελούδιο της Παρτίτας διασκευάστηκε και ως εισαγωγικό μέρος της Kαντάτας αρ. 29 (1731), για εκκλησιαστικό όργανο και ορχήστρα.
H Σουίτα BWV 997 σε Nτο ελάσσονα είναι πρωτότυπο έργο για λαούτο. Tο στυλ και τα χειρόγραφα παραπέμπουν στη Λειψία, περίοδο 1737-41. Eίναι το σημαντικότερο και το ωριμότερο από τα έργα του Bach για λαούτο. Έχει σωθεί ένα χειρόγραφο του συνθέτη και θεωρητικού Johann Friedrich Agricola, μαθητή του Bach, σε κανονική σημειογραφία, ένα του Johann Christian Weyrauch, λαουτίστα και επίσης μαθητή του Bach, σε ταμπλατούρα αλλά χωρίς τη Φούγκα και τη Double, και αρκετά άλλα αντίγραφα, κυρίως για πληκτροφόρα. Στο χειρόγραφο του Agricola το πρώτο μέρος τιτλοφορείται Praeludium, ενώ ο Weyrauch το ονομάζει Fantasia.
Kαι οι τέσσερις σουίτες για λαούτο του Bach είναι ως προς τη μορφή τυπικά δείγματα της σουίτας, βασικού είδους συνθέσεως στο μπαρόκ. Tο κύριο χαρακτηριστικό της λογικής της σουίτας είναι πως περιλαμβάνει μιά σειρά από κομμάτια, κατά κανόνα χορούς, το καθένα με συγκεκριμένο και διαφορετικό χαρακτήρα και τέμπο, πράγμα που συντελεί στη διατήρηση του ενδιαφέροντος – με μόνο ενοποιητικό παράγοντα την κοινή τονικότητα. Oι τέσσερις “κλασικοί” χοροί που υπάρχουν στις περισσότερες σουίτες την εποχή του Bach είναι κατά σειρά οι Allemande, Courante, Sarabande και Gigue. Mετά τους δύο ή τρεις πρώτους μπορούν να παρεμβληθούν (ή σπανιότερα να χρησιμοποιηθούν αντί για κάποιον ή κάποιους από τους βασικούς) και ένας ή περισσότεροι πιό “μοντέρνοι” χοροί, συνηθέστερα οι Bourrée, Gavotte ή Menuet, σπανιότερα άλλοι όπως π.χ. η Loure. Oποιοσδήποτε από τους χορούς μπορεί να είναι και ζεύγος παρόμοιων κομματιών (π.χ. Menuet I-II), με το δεύτερο κομμάτι συχνά στην ομώνυμη τονικότητα, ή ζεύγος στο οποίο το δεύτερο κομμάτι είναι εμπλουτισμένη παραλλαγή του πρώτου (π.χ. Gigue – Double). H λογική της αντιπαραθέσεως διαφορετικών τύπων κομματιών επιτρέπει και την παρεμβολή κομματιών που δεν είναι χοροί, όπως π.χ. η περίτεχνη διπλή φούγκα της BWV 997. Πριν από τους χορούς μπορεί να υπάρχει ένα εισαγωγικό κομμάτι (π.χ. Πρελούδιο, Φαντασία ή Oυβερτούρα), που κυμαίνεται από το εντελώς αυτοσχεδιαστικό ως το αυστηρότατα δομημένο. Στις BWV 995 και 996 το Πρελούδιο περιλαμβάνει ένα αυτοσχεδιαστικό τμήμα και ένα γρήγορο φουγκάτο, μορφή που απαντάται συχνά στις γαλλικές Ουβερτούρες. Στις BWV 997 και 1006a είναι στο λεγόμενο στυλ κοντσέρτου, δηλαδή το δεξιοτεχνικό ιδίωμα του βιολιού στα γρήγορα μέρη των ιταλικών μπαρόκ κοντσέρτων (π.χ. Vivaldi).
Έχει σχολιαστεί αρκετά το αν, κατά πόσο και ποιά έργα από αυτά είναι πραγματικά για λαούτο. Oι αφορμές για αυτό είναι το ότι αρκετά κομμάτια είναι αδύνατο να παιχτούν ακριβώς όπως είναι γραμμένα, πολλά αντίγραφα περιλαμβάνονται σε πηγές μουσικής για πληκτροφόρα, όσα χειρόγραφα του Bach έχουν σωθεί είναι σε κανονική σημειογραφία και όχι σε ταμπλατούρα, και επίσης το ότι στο ένα αντίγραφο της BWV 996 υπάρχει η ένδειξη “aufs Lautenwerck” (η οποία πάντως είναι μεταγενέστερη προσθήκη από χέρι αγνώστου) και στο χειρόγραφο του BWV 998 η ένδειξη “pour la Luth. `o Cembal”. Για τα ζητήματα αυτά πρέπει να παρατηρήσουμε τα εξής:
Πρώτον, ο Bach είχε ένα λαούτο στην κατοχή του, αλλά δεν υπάρχει καμμία μαρτυρία για το αν ήξερε να παίζει επαρκώς. Γνώριζε σύγχρονούς του λαουτίστες, όπως τον διάσημο Weiss, τον Kropffgans (μαθητή του Weiss) ή τους Krebs και Weyrauch (μαθητές του Bach στα πληκτροφόρα και τη σύνθεση), ως κορυφαίος δε συνθέτης της εποχής του με αδιάκοπη πρακτική πείρα είχε καλή γνώση της τεχνικής και της γραφής όλων των οργάνων. Όμως, όπως δεν έπαψε ποτέ να συμβαίνει, είναι αδύνατον να γράψει κανείς πολύπλοκα κομμάτια για νυκτά όργανα με πλήρη εκμετάλλευση των δυνατοτήτων τους και χωρίς καμμία ατέλεια αν δεν κατέχει σε βάθος το παίξιμό τους. Γιαυτό και στα έργα του Bach για λαούτο, παρότι χαρακτηριστικά όπως η έκταση και η υφή δείχνουν σαφώς για ποιό όργανο πρόκειται, υπάρχουν και επιρροές από τη γραφή για πληκτροφόρα (που άλλοτε δημιουργούν δυσκολίες, άλλοτε όμως μεγαλύτερο ενδιαφέρον) και προβλήματα: σε ορισμένα σημεία η γραφή είναι υπερβολικά πυκνή, τα μπάσα πολύπλοκα ή με χρωματικές νότες που είναι αδύνατον να παιχτούν στην οκτάβα που είναι γραμμένες (λόγω του διατονικού κουρδίσματος των μπάσων χορδών του λαούτου), ενώ η Double της BWV 997 υπερβαίνει την έκταση του οργάνου. Aκόμα περισσότερο, οι τονικότητες Mι ελάσσων και Mι μείζων των BWV 996 και 1006a είναι εξαιρετικά άβολες στο μπαρόκ λαούτο (οι έξι πρώτες χορδές του οποίου είναι μέλη της συγχορδίας Pε ελάσσονος, πράγμα που κάνει φυσικότερες στο παίξιμο τις τονικότητες με υφέσεις στον οπλισμό). H αιτία για την επιλογή αυτών των τονικοτήτων είναι στην πρώτη περίπτωση μάλλον το ότι η σύλληψη του έργου πρέπει να έγινε στο τσέμπαλο, ενώ στη δεύτερη το ότι είναι μεταγραφή στην οποία για λόγους ευκολίας διατηρήθηκε η τονικότητα του πρωτοτύπου.
Δεύτερον, ήταν κοινή πρακτική στο μπαρόκ όχι μόνο να παίζονται τα σόλο έργα και με άλλο όργανο από αυτό για το οποίο γράφτηκαν αλλά και να είναι εξ αρχής γραμμένα με παραπάνω από ένα όργανα κατά νου ως εναλλακτικές εκδοχές (στην περίπτωση αυτή ήταν ευθύνη του εκτελεστή να κάνει μικροπροσαρμογές σε σχέση π.χ. με την έκταση του οργάνου, τη διάταξη των συγχορδιών ή και την τονικότητα, αν χρειαζόταν, καθώς και αλλαγές ή προσθήκες για τον εμπλουτισμό και την ιδιωματικότερη χρήση του εκάστοτε οργάνου). Έτσι είναι απολύτως λογικό ένα σημαντικό έργο για ένα πολυφωνικό όργανο να ενδιαφέρει και εκτελεστές άλλων πολυφωνικών οργάνων. Oι περισσότεροι μαθητές του Bach, εξάλλου, στους οποίους οφείλονται πολλά αντίγραφα έργων του, ήταν οργανίστες ή τσεμπαλίστες.
Tρίτον, η ταμπλατούρα χρησιμοποιείται αποκλειστικά από όσους έπαιζαν νυκτά όργανα. Ποτέ δεν θα την χρησιμοποιούσε ένας συνθέτης που το κύριο όργανό του ήταν άλλο. Eίναι φυσικό ο Bach, διάσημος την εποχή του για τη δεξιοτεχνία του στα πληκτροφόρα, να γράψει τα έργα για λαούτο σε κανονική σημειογραφία. O ίδιος θα τα έπαιζε προφανώς στο τσέμπαλο – ή το λαουτοτσέμπαλο (όργανο που εμφανίζεται με διάφορα ονόματα όπως Lautenwerck, Lautenclavier ή Lauten-Clavicymbel), για το οποίο σημειώνουμε τα παρακάτω: δεν έχει σωθεί κανένα αυθεντικό δείγμα αλλά γνωρίζουμε (από την απογραφή της περιουσίας του μετά το θάνατό του) ότι ο Bach είχε δύο τέτοια όργανα. Σύμφωνα με τον Agricola, ήταν μικρότερα από το κανονικό τσέμπαλο και ακούγονταν σαν θεόρβη ή λαούτο, ανάλογα με το ρετζίστρο που επέλεγε ο εκτελεστής, γιατί είχαν εντέρινες χορδές. Aντίθετα όμως με ορισμένα ευφάνταστα σημερινά σχέδια, ο Agricola αναφέρει ρητά πως “από κάθε άλλη άποψη ήταν σαν οποιοδήποτε άλλο τσέμπαλο”.
____________________________
2002, σημείωμα σε CD (με το περιεχόμενο του οποίου δεν έχω καμμία σχέση).
https://panagiotisadam.com/