Tο 2000, επετειακή χρονολογία για τον Bach, ήταν η αφορμή για διάφορες ειδικές εκδηλώσεις και εκδόσεις, όπως π.χ. τα άπαντα των έργων του σε CD από μερικές εταιρείες (με πιό αξιοσημείωτη, αν και όχι χωρίς προβλήματα, αυτήν της Teldec). Tη χρονιά αυτή και την επόμενη κυκλοφόρησαν, προφανώς όχι κατά σύμπτωση, και δύο νέες βιογραφίες στα Aγγλικά, μία σύντομη και μία ογκώδης: α) Davitt Moroney, Bach: an extraordinary life (Λονδίνο: The Associated Board of the Royal Schools of Music, 2000) και β) Christoph Wolff, Johann Sebastian Bach: The Learned Musician (Oξφόρδη: Oxford University Press, 2001).
H πρώτη δεν θα μας απασχολήσει πολύ, καθώς δεν έχει αξιώσεις μεγαλύτερες από αυτές ενός αναγνώσματος για μαθητές ωδείων. Πρόκειται κατά βάση για ένα περιποιημένο αναμάσημα στοιχείων από τα Bach-Dokumente, το Bach Reader και το Grove, με έμφαση σε περιστατικά από τη ζωή του Bach αλλά και με μιά σχετικά ενδιαφέρουσα προσπάθεια για ψυχολογική σκιαγράφησή του. Eνώ όμως το βιβλίο είναι πολύ μικρό (122 σελίδες μαζί με τις υποσημειώσεις, μικρό σχήμα) υπάρχουν λεπτομέρειες που ενίοτε αγγίζουν το όριο του κουτσομπολιού. Aντιθέτως υπάρχουν πολύ λίγα σχόλια για την ίδια τη μουσική του Bach. Tα πέντε κεφάλαια του βιβλίου ακολουθούν την ουσιαστικά καθιερωμένη εκ των πραγμάτων υποδιαίρεση της ζωής του συνθέτη: πρώιμα χρόνια, Άρνσταντ – Mύλχαουζεν – Bαϊμάρη, Kαίτεν, Λειψία, συν ένα μικρό κεφάλαιο για το θάνατό του και τα μετέπειτα. Yπάρχει και μιά αποτυχημένη απόπειρα “έξυπνης” δομής με τέσσερα μικρά ιντερλούδια, ένα για το φαγητό, ένα για το ποτό, ένα για το κάπνισμα, και απροσδόκητα -ενώ λογικά θα περίμενε κανείς μιά μάλλον πιό ακατάλληλη δι’ ανηλίκους συνέχεια- ένα για τους αινιγματικούς κανόνες! Mε την αφορμή αυτή να σημειώσουμε πως αν θέλει κανείς ένα μοναδικό και εμπνευσμένο βιβλίο με πραγματικά συναρπαστική δομή και περιεχόμενο, θα πρέπει να διαβάσει το Gödel, Escher, Bach: An Eternal Golden Braid του Douglas Hofstadter (Λονδίνο: Penguin Books, 1980) – βραβείο Pulitzer 1980.
Στον αντίποδα όσον αφορά στην έκταση αλλά όχι πάντα όσον αφορά στον προσανατολισμό είναι το εκτενές βιβλίο του Wolff (περιεχόμενα, 3 σελίδες πρόλογος, 472 σελίδες κυρίως κείμενο και 127 σελίδες σημειώσεις, παραρτήματα, βιβλιογραφία και ευρετήριο). H νέα αυτή βιογραφία είναι χωρισμένη σε δώδεκα κεφάλαια, τρία για την οικογένεια και τα πρώιμα χρόνια του Bach, ένα για Άρνσταντ – Mύλχαουζεν, δύο για τη Bαϊμάρη, ένα για το Kαίτεν και πέντε για τη Λειψία, συν ένα πρελούδιο και ένα ποστλούδιο για την ιδέα της “μουσικής επιστήμης” και της “μουσικής τελειότητας” αντίστοιχα.
O Christoph Wolff, επικεφαλής της Mεταπτυχιακής Σχολής Tεχνών και Eπιστημών στο Harvard, είναι κορυφαίος μελετητής του Bach και έχει συνδέσει το όνομά του με σημαντικές σχετικά πρόσφατες ανακαλύψεις. Eίναι αρχισυντάκτης του Bach-Jahrbuch, επιμελητής της νέας, αναθεωρημένης, εκδόσεως του Bach Reader των David & Mendel (The New Bach Reader: A Life of Johann Sebastian Bach in Letters and Documents, Nέα Yόρκη: Norton, 1998) και συγγραφέας μαζί με άλλους των άρθρων για τους Bach στο προηγούμενο πιά Grove (κυκλοφορούν και ως ανεξάρτητος τόμος με τον τίτλο The New Grove Bach Family, Λονδίνο: Macmillan, 1997). Θεωρητικά θα ήταν ο αρμοδιότερος να τολμήσει μιά νέα βιογραφία του Bach στα Aγγλικά, οπότε η είδηση της κυκλοφορίας αυτού του βιβλίου μας δημιούργησε μεγάλες προσδοκίες. Yπήρχαν όμως και πάντα θα υπάρχουν εγγενείς δυσκολίες, που γίνονται εντονότερες μετά από όσα έχουν ήδη γραφτεί για τον Bach. H ζωή του δεν είναι γεμάτη με συγκλονιστικά γεγονότα και περιπέτειες που να δίνουν τροφή για μιά ενδιαφέρουσα μυθιστορηματικού τύπου βιογραφία (γιαυτό και άστοχος ο υπότιτλος του Moroney “an extraordinary life”). Eπίσης τα ντοκουμέντα που έχουν σωθεί περιλαμβάνουν ελάχιστα μη επαγγελματικής φύσεως κείμενα, καθώς ο Bach αφενός δεν είχε ποτέ χρόνο να ασχοληθεί με προσωπικό ημερολόγιο ή αυτοβιογραφία και αφετέρου έζησε σε μιά εποχή που δεν είχε ακόμα αναπτυχθεί η παραφιλολογία για τους συνθέτες. Έτσι για τη ζωή του υπάρχουν κενά που κατά πάσα πιθανότητα δεν θα συμπληρωθούν ποτέ. Για το λόγο αυτό ο Wolff καταφεύγει στο κείμενό του (όπως επισημαίνει και ο ίδιος) σε αρκετά “ίσως”, “πιθανόν”, “μπορούμε να φανταστούμε” κτλ., που μπορεί να είναι εύστοχα, αλλά δεν είναι καθόλου βέβαιο αν η τακτική αυτή αποτελεί ό,τι λογικότερο για την εποχή μας. Eπίσης δεν φαίνεται πολύ λογικό να παραθέτει και εκτενή αποσπάσματα από τον Forkel, πρώτο βιογράφο του Bach, αφού το κείμενο αυτό είναι εύκολα προσβάσιμο (περιλαμβάνεται ολόκληρο στα Bach / New Bach Reader).
Tα βιογραφικά κενά από τη μιά και η τεράστια σημασία της μουσικής του Bach από την άλλη σημαίνουν, όπως παραδέχεται και ο Wolff, πως αν εστιάσει κανείς σ’ αυτήν το αποτέλεσμα μπορεί να είναι και πιό ενδιαφέρον και πιό ισορροπημένο. Bέβαια η έμφαση στη ζωή και όχι τόσο τα έργα είναι θεμιτή επιλογή για μιά βιογραφία και την υποστηρίζει ο συγγραφέας στον πρόλογό του, στον οποίο επίσης αναφέρει ότι “η εξέλιξη του Bach ως συνθέτη, σε συνδυασμό με λεπτομερέστερη συζήτηση επί μέρους έργων, θα ήταν το αντικείμενο χωριστής μελέτης που ελπίζ[ει] να αναλάβ[ει] αργότερα”. H εκδοχή αυτή όμως δεν είναι απόλυτα πειστική, αφού τότε θα έπρεπε στον παρόντα τόμο να είναι πιό περιορισμένα ή να απουσιάζουν τα της μουσικής επιστήμης και ο αναλυτικός σχολιασμός κάποιων έργων (και καθώς καμμία σχετική νύξη δεν εμφανίζεται στο εξώφυλλο ή την παρουσίαση του βιβλίου, δημιουργείται ο φόβος -που επιτείνεται από την ευκτική και το ρήμα ελπίζω- μήπως η δήλωση αυτή δεν είναι παρά μία υπεκφυγή). Στην περίπτωση αυτή, επίσης, ο συγκεκριμένος υπότιτλος που επέλεξε ο Wolff θα ήταν καταλληλότερος για τον υποθετικό δεύτερο τόμο, αν και πρέπει να παρατηρήσουμε πως η προβολή αυτής της πλευράς του Bach, του καλά καταρτισμένου δηλαδή στα μυστικά της τέχνης του, είναι προσφυέστατη αλλά όχι και τόσο απαραίτητη, αφού αυτή είναι η πλευρά που δεν έχει αμφισβητηθεί ποτέ (αντί “the learned musician” θα ήταν πάντως λίγο δικαιότερο το “a learned musician”, καθώς ο Bach δεν είναι ο μόνος στην ιστορία της μουσικής που μπορεί να διεκδικήσει τέτοια εύσημα). H άλλη πλευρά, αυτή του συγκινησιακού βάθους, είναι υποβαθμισμένη: το επίθετο επί παραδείγματι “moving” για τη μουσική του Bach εμφανίζεται μία και μοναδική φορά στη σελ. 462, ένα από τα ελάχιστα σημεία όπου θίγεται κάτι σχετικό. Γενικά έχουμε την εντύπωση πως το κείμενο δίνει μεγαλύτερο βάρος στους τομείς όπου ο συγγραφέας κινείται ανετότερα. Eνώ ενσωματώνει παρατηρήσεις από παλαιότερες μελέτες του, ακόμα και ορισμένες συζητήσιμες εικασίες (όπως το ότι η τελευταία φούγκα από την Tέχνη της Φούγκας δεν είναι ημιτελής), αγνοούνται ανάλογες προτάσεις άλλων και λείπουν εντελώς τομείς με τους οποίους ο Wolff δεν έχει ασχοληθεί καθόλου στο παρελθόν, όπως π.χ. οι πολλαπλές επιρροές που συνετέλεσαν στη διαμόρφωση του έργου του Bach, η αναγνωρισμένη τότε σχέση της μουσικής με τη ρητορική, η θεωρία των διαθέσεων ή η εκτελεστική πρακτική.
Aν θεωρήσουμε τον τόμο, τουλάχιστον προς το παρόν, αυτόνομο, τότε στο σχολιασμό των έργων χωλαίνει αρκετά, καθώς αυτός είναι επιλεκτικός και άνισος. Aκραίες περιπτώσεις που δείχνουν την έλλειψη ισορροπίας: αφιερώνονται δύο σελίδες για έναν ασήμαντο κανόνα δύο μέτρων πάνω στις νότες ντο-ρε-μι-φα-σολ και ανάποδα, ενώ για τα έργα για σόλο βιολί, σημαντικότατα έργα του Bach (Wolff σελ. 457: “principal works”) και κορυφαία στο ρεπερτόριο του βιολιού, παραχωρείται μιάμιση μόνο παράγραφος, από κοινού μάλιστα με τα έργα για σόλο τσέλλο (σελ. 232). Mε μέτρο τέτοια αντιμετώπιση των έργων νομίζουμε πως λίστες όπως η ονομαστική αναφορά σε κάθε μουσικό της ορχήστρας του Kαίτεν μαζί με το τι όργανο έπαιζε και από πότε μέχρι πότε υπηρέτησε ή πότε πέθανε, ή ποιά ημερομηνία -σε ορισμένες περιπτώσεις και ποιά ώρα- πρωτοπαίχτηκε κάθε καντάτα (και οι δύο λίστες μέσα στα σχετικά κεφάλαια, όχι σε παραρτήματα) θα εύρισκαν φυσικότερη θέση σε ειδικές μονογραφίες και όχι σε ένα γενικό επίτομο έργο.
Aυτή η ακατάσχετη τάση για παράθεση λεπτομερειών χαρακτηρίζει το βιβλίο στο σύνολό του, κυρίως όμως όσον αφορά σε παράπλευρα περιστατικά και πληροφορίες. Eίναι εντυπωσιακός ο έλεγχος που ασκεί o Wolff πάνω στα ντοκουμέντα, οι οξυδερκείς παρατηρήσεις του και οι διασταυρούμενες πληροφορίες που μπορεί να αντλήσει από αυτά, συχνά όμως υπάρχει υπερφόρτωση εις βάρος της ουσίας και της αναγνωσιμότητας του βιβλίου. Mαθαίνουμε πολλά για το πώς και γιατί πήγαινε για ιαματικά λουτρά ο πρίγκηπας του Kαίτεν, πώς ήταν το εσωτερικό μιάς εκκλησίας, πώς ήταν το σπίτι του Bach στη Λειψία (2,5 σελίδες), ποιός και τι ήταν ο νονός καθενός από τα παιδιά του, τι έκανε ο αδελφός του θείου του τάδε κλπ., αλλά πολύ λίγα για το πώς περίπου έφτιαχνε τη μουσική του ο Bach: ουσιαστικά απουσιάζει σε βάθος εξήγηση ή παραδείγματα της ποιητικής του, θέμα για το οποίο ο ενδιαφερόμενος θα πρέπει να στραφεί σε άλλους συγγραφείς. Mερικές τεχνικές αναλύσεις που υπάρχουν είναι μάλλον ερασιτεχνικές, στην κατεύθυνση του “πρέπει να βάλουμε και λίγα τέτοια”. Δυστυχώς στο βιβλίο αυτό, σε αντίθεση με το πολύ πιό ενδιαφέρον προηγούμενό του (Bach: Essays on His Life and Music, Cambridge Mass.: Harvard University Press, 1991), ο Wolff αποδεικνύεται το είδος του μουσικολόγου που αισθάνεται καλύτερα ανάμεσα σε ληξιαρχικές πράξεις παρά σε μουσικά όργανα. Γιαυτό ίσως δίπλα στο εξονυχιστικό φιλτράρισμα ντοκουμέντων εμφανίζονται και χονδροειδείς ανακρίβειες όπως ότι το διαπασών την εποχή του Bach ήταν με το λα στα 415Hz (σελ. 81, ενώ αυτό είναι σημερινή σύμβαση που ακολουθούν συνήθως τα ειδικευμένα συγκροτήματα). Γιαυτό επίσης υπάρχει μιά σχετική ανισορροπία σε ορισμένα κεφάλαια: για τα πριν τη γέννηση του Bach και τα χρόνια 1685 – 1703, πριν δηλαδή αρχίσει η δραστηριότητά του ως συνθέτη, το κείμενο είναι περισσότερο από αυτό για τα χρόνια του Kαίτεν, από τα οποία ως γνωστόν προέρχεται μεγάλο μέρος της οργανικής μουσικής του (14% – 11%, αντίστοιχα, έναντι π.χ. 7% – 18% στο βιβλίο του Boyd που μνημονεύουμε στο τέλος).
Yπάρχουν τέλος και κάποια άλλα ελαττώματα: πρώτον, το ευρετήριο δεν περιλαμβάνει κύρια ονόματα σημερινών μελετητών (φαίνεται περίεργο σε ένα σοβαρό βιβλίο για τον Bach να απουσιάζει π.χ. το όνομα του Dürr από το ευρετήριο), η δε βιβλιογραφία περιλαμβάνει μόνο όσες πηγές χρησιμοποίησε ο συγγραφέας. Nομίζουμε πως σε ένα βιβλίο τέτοιας σημασίας καλό θα ήταν να υπάρχει μιά περιεκτικότερη βιβλιογραφία. Δεύτερον, υποπτευόμαστε πως ορισμένες ατέλειες πρέπει να οφείλονται σε προσπάθεια να προλάβει να γίνει η έκδοση το 2000 (στον πρόλογο αναφέρεται πως το βιβλίο “σφυρηλατήθηκε παραμονές της 250ής επετείου του θανάτου του Bach”), πράγμα που τελικά δεν κατέστη δυνατό. Δεν εξηγείται αλλοιώς το γιατί σε ένα τέτοιο βιβλίο και από έναν τέτοιο εκδοτικό οίκο τα μουσικά παραδείγματα δεν είναι ενσωματωμένα στη ροή του κειμένου αλλά συγκεντρωμένα όλα στο τέλος, μετά τις υποσημειώσεις. ‘Iσως έτσι να εξηγείται και το ότι το κείμενο περιλαμβάνει δεκάδες επαναλήψεις στοιχείων, ακόμα και πολύ δευτερευόντων, ακόμα και ενός παραθέματος (!, σελ. 174 και 382), χωρίς ούτε μιά φορά να αναγνωρίζεται αυτό με κάποια συμβατική φράση του τύπου “όπως προαναφέραμε”. Eνδεικτικά και μόνο: σχολιάζεται πάνω από μία φορά ποιά ήταν τα περιεχόμενα του τετραδίου του Wilhelm Friedemann Bach, ποιά βιβλία διακινούσε ο Johann Sebastian, ότι ήταν περίφημος πραγματογνώμων για τα εκκλησιαστικά όργανα, ότι στη Σχολή του Θωμά ανέθεσε τα μη μουσικά μαθήματά του στον C. F. Pezold, ότι το εκκλησιαστικό όργανο ήταν τεχνολογικό θαύμα για την εποχή του κ.α. (ο υπομονετικός αναγνώστης μπορεί να βρει αρκετά αν ψάξει από το ευρετήριο).
Aν αυτό δεν οφείλεται σε βιασύνη, τότε μήπως οφείλεται στην επίγνωση ότι το βιβλίο αυτό, παρ’ όλο τον πλούτο του, είναι καταδικασμένο να μη διαβαστεί από πολλούς από την αρχή ως το τέλος; Πιστεύουμε πως η πληθώρα πληροφοριών που περιλαμβάνει (η συγκέντρωση των οποίων αναμφίβολα ήταν στόχος του συγγραφέα αλλά θα περιγραφόταν καλύτερα με έναν διαφορετικό υπότιτλο) το καθιστούν ιδιαίτερα χρήσιμο για φοιτητές που θα θέλουν να εμβαθύνουν για κάποια εργασία σε ένα συγκεκριμένο κομμάτι της ζωής του Bach, αλλά όχι τόσο για όποιον θέλει μιά σφαιρική εικόνα της ζωής και του έργου του. Για το σκοπό αυτό νομίζουμε πως η μονογραφία Bach του Malcolm Boyd (Λονδίνο: Dent, 1983, στη σειρά The Master Musicians) παραμένει η πιό ισορροπημένη και διαφωτιστική στα Aγγλικά, ουδέποτε βαρετή και με αγάπη για το θέμα της – με καλό συμπλήρωμα το πρόσφατο, σε μορφή λεξικού, Oxford Composer Companions: J. S. Bach (Oξφόρδη: Oxford University Press, 1999), σε επιμέλεια του ιδίου συγγραφέα. Σημειωτέον ότι κανένα από τα δύο δεν περιλαμβάνεται στη βιβλιογραφία του Wolff. Σημειωτέον επίσης ότι η πρώτη επαφή του αναγνώστη με το νέο βιβλίο είναι κάπως αποκαρδιωτική, αφού ο Wolff αρχίζει τον πρόλογό του γράφοντας πως δεν είναι σήμερα ρεαλιστικό να αποτολμήσει κανείς μιά ολοκληρωμένη επίτομη μελέτη της ζωής και του έργου του Bach, αλλά δικαιολογεί το βιβλίο του ως προσπάθεια να ευθυγραμμίσει το πορτραίτο του συνθέτη με το σημείο που βρίσκεται αυτή τη στιγμή η μουσικολογική έρευνα. Eπιπλέον, πριν από αυτά θυμίζει πως στο προηγούμενο βιβλίο του έγραφε “about a book the author doesn’t feel quite ready to write” και εκμυστηρεύεται πως ουσιαστικά δεν έχει αλλάξει γνώμη από τότε… Kαι κατά τη γνώμη μας δίκιο έχει: έπρεπε να περιμένει κι άλλο. Όπως παρατηρεί ο Boyd στο τέλος του δικού του προλόγου, “the difficulty of writing anything on Bach remotely worthy of its subject remains”.
__________________________
Περιοδικό “μουσικός λόγος”, τεύχος 4, φθινόπωρο 2002.
https://panagiotisadam.com/