Ο Glenn Gould είναι ένας υπέρμετρα προβεβλημένος πιανίστας, για διάφορους λόγους: α) το στυλ του ήταν εξαιρετικά ασυνήθιστο όταν εμφανίστηκε, και την εποχή εκείνη υπήχε πρόσφορο έδαφος για ένα ισχυρό αντίδοτο στο υπερβολικά ρομαντικό παίξιμο που επικρατούσε, β) αναδείχθηκε κομίζοντας αυτό το στυλ ως κατάλληλο για τη μουσική του Bach, όταν δεν ήταν ακόμα αρκετά γνωστό το πώς παιζόταν αυτή η μουσική στον καιρό της, γ) ήταν τέκνο της Αμερικανικής Ηπείρου, που δεν είχε να επιδείξει πολλούς πιανίστες αναλόγου διαμετρήματος, δ) οι πάμπολλες ιδιορρυθμίες του του εξασφάλιζαν προνομιακή αντιμετώπιση από τα ΜΜΕ (το παιχνίδι με τα ΜΜΕ το έπαιζε και ο ίδιος, μεταξύ άλλων γράφοντας πλήθος ευφυή κείμενα, ακόμα και κριτικές για τον εαυτό του με διάφορα ψευδώνυμα).
Ως γνωστόν, ο Gould είχε πάθος για τη μουσική του Bach. Το πάθος όμως για ένα αντικείμενο δεν είναι επαρκές από μόνο του για να γίνεις καλός αντιπρόσωπος αυτού του αντικειμένου – ιδιαίτερα όταν είσαι ο ορισμός της εκκεντρικότητας (ορισμένοι έχουν προχωρήσει παραπέρα, και έχουν προσπαθήσει να διαγνώσουν συγκεκριμένα ψυχολογικά σύνδρομα).
Η διαρκής ενασχόληση του Gould με τον Bach, μαζί με την υπερπροβολή του, έχει κάνει αρκετούς να πιστεύουν ότι είναι καλός ερμηνευτής του Bach («ο καλύτερος», ή «ιδανικός», φτάνουν να λένε κάποιοι). Ο Gould ήταν αναμφίβολα ικανότατος και ενδιαφέρων μουσικός. Καλός ερμηνευτής όμως (κατά τη γνώμη μου, και κατά τη γνώμη της εποχής του Bach) είναι αυτός που αποδίδει όσο καλύτερα γίνεται τις προθέσεις του συνθέτη και το χαρακτήρα αυτών που παίζει. Με αυτό το κριτήριο, ο Gould κάθε άλλο παρά καλός ερμηνευτής είναι. Όσο ήταν το πάθος του για τον Bach, άλλο τόσο ήταν και το πάθος του για αφύσικες επιλογές. Όπως εύστοχα αναφέρεται στις σημειώσεις ενός δίσκου (WTC1, Keith Jarrett), υποβάλλει συχνά τα έργα του Bach σε ένα είδος τεστ αντοχής (πόση παραμόρφωση αντέχει ένα υλικό πριν καταρρεύσει). Μία συνεισφορά του Gould είναι ακριβώς ότι αποδεικνύει τη μεγάλη ανθεκτικότητα των έργων του Bach.
Στο άρθρο αυτό θα δούμε μερικά παραδείγματα τέτοιων επιλογών, που απομακρύνονται από το νόημα και τις προθέσεις του πρωτοτύπου. Προς αποφυγήν παρεξηγήσεως, δεν εννοούμε ότι όλα όσα έχει παίξει ο Gould είναι αποτυχημένα. Αλλά και αυτό είναι μία ιδιοτυπία της περιπτώσεως Gould: δεν ξέρουμε άλλον μουσικό που να διατρέχει με τόση ευκολία όλη τη γκάμα από το έξοχο ως το απαράδεκτο, ακόμα και από το ένα κομμάτι ενός δίσκου στο επόμενο, ή ακόμα και μέσα στο ίδιο κομμάτι.
Αρχίζουμε με ένα δείγμα του πόσο ασυνεπής μπορεί να είναι ο Gould ως προς τις δικές του προτιμήσεις. Να δύο Allemandes από τις λεγόμενες Αγγλικές Σουίτες του Bach:
Bach: Αγγλική Σουίτα 2, Allemande, μ.1
Bach: Αγγλική Σουίτα 5, Allemande, μ.1
Τα δύο αυτά κομμάτια είναι καταφανώς του ιδίου ακριβώς τύπου. Ο Gould όμως -άγνωστο το για ποιον άραγε λόγο- επιλέγει γρήγορο τέμπο για το πρώτο, αργό για το δεύτερο:
Εκτός από τη μεγάλη διαφορά στο τέμπο, τα δύο αυτά δείγματα είναι χαρακτηριστικά και για δύο από τις μανιέρες του Gould. Στο πρώτο, το άκαμπτο μηχανιστικό παίξιμο – που του χάρισε στη Γαλλία το παρατσούκλι “ο κ. τσουφ τσουφ” (τραινάκι). Στο δεύτερο, το εξίσου μηχανιστικό όσο και αδικαιολόγητο στακάτο. (Παρεμπιπτόντως, στο μ. 8 το σι που έχει ο Bach έχει γίνει σι δίεση – αδικαιολόγητα, και εκτός ύφους.)
Ακούστε τις ίδιες Allemandes παιγμένες με τον πραγματικό τους χαρακτήρα:
[Bob van Asperen]
[Bob van Asperen]
Γενικώς, χρειάζεται αρκετή προσπάθεια για να κάνεις το πιάνο λιγότερο πλαστικό και εκφραστικό από το τσέμπαλο. Στον τομέα αυτό, ο Gould είναι όντως ο καλύτερος…
Περί Allemande συνέχεια:
Bach: WTC1, Πρελούδιο 12, μ.1-2
Όπως θα αναγνώριζε οποιοσδήποτε μουσικός της εποχής του Bach μόλις έβλεπε την παρτιτούρα, και όπως μπορείτε να δείτε συγκρίνοντάς το με τα δύο αποσπάσματα που παραθέτουμε, το πρελούδιο αυτό είναι σε στυλ Allemande:
Bach: Γαλλική Σουίτα 4, Allemande, μ.9
[Davitt Moroney]
Bach: Γαλλική Σουίτα 5, Allemande, μ.1
[Davitt Moroney]
Άρα δεδομένος ο χαρακτήρας και το τέμπο που εννοεί το πρελούδιο:
[Pierre Hantai]
Ο Gould αυτή τη φορά πηγαίνει στο αντίθετο άκρο από αυτό της Allemande της Αγγλ. Σουίτας 2, με ένα παραλυτικά αργό τέμπο (που κάνει παλμό του κομματιού τα όγδοα αντί τα τέταρτα) – 2’04” η εκτέλεση την αρχή της οποίας παραθέσαμε, 4’56” (!) του Gould:
Για να περιοριστούν κάπως οι επιλογές μας, τα υπόλοιπα παραδείγματα θα είναι και αυτά από τον πρώτο τόμο του Καλά Συγκερασμένου Πληκτροφόρου και μόνον.
Ένα ακόμα δείγμα εσωτερικής ασυνέπειας:
Bach: WTC1, Φούγκα 5, μ.1-2
O Gould, πάλι άγνωστο το για ποιον λόγο, παίζει δις παρεστιγμένο το παρεστιγμένο που ακολουθεί τα τριακοστά δεύτερα κάθε εισόδου του θέματος ενώ τα περισσότερα από τα υπόλοιπα παρεστιγμένα τα παίζει όπως είναι γραμμένα:
Η φούγκα αυτή είναι στο πομπώδες στυλ της Γαλλικής Ουβερτούρας, το “πολύ παρεστιγμένο” στυλ, κατά τα βιβλία της εποχής – πρβλ. π.χ. την ακόλουθη Εισαγωγή του Handel:
[Nikolaus Harnoncourt]
Φούγκα 5:
[Masaaki Suzuki]
Ένα ακόμα δείγμα για τα τέμπι του Gould:
Bach: WTC1, Πρελούδιο 2, μ.1-2
[Bob van Asperen]
Στο πρελούδιο αυτό χρησιμοποιείται το στυλ, και ένα τυπικό μοτίβο, που βρίσκουμε στα θυελλώδη γρήγορα μέρη των Ιταλικών κοντσέρτων:
Vivaldi: Κοντσέρτο op.8 no.12, ΙΙΙ, μ.86-87
Vivaldi: Κοντσέρτο op.8 no.2 (“Καλοκαίρι”), ΙΙΙ (“Tempo impetuoso d’estate”), μ.67-69
[Nikolaus Harnoncourt]
Οι κανονικοί πιανίστες δεν δυσκολεύονται να αντιληφθούν τη φύση αυτού του κομματιού – π.χ.:
[Jeno Jando]
Να όμως η απόδοση του Gould (ο οποίος δεν παραλείπει και να αλλάξει άποψη μέσα στο ίδιο κομμάτι, παίζοντας το πρώτο δέκατο έκτο κάθε μισού σε άλλα μέτρα κοφτό και σε άλλα κρατημένο – άνευ λόγου και αιτίας, αφού το σχήμα παραμένει απαράλλαχτο):
Το Πρελούδιο 10, απο την άλλη, μιμείται ένα από τα στυλ που βρίσκουμε στα αργά μέρη των Ιταλικών κοντσέρτων (αυτοσχεδιαστική μελωδία μονοφωνικού οργάνου πάνω από επαναλαμβανόμενο σχήμα στο μπάσο):
Bach: WTC1, Πρελούδιο 10, μ.1-3
[Ton Koopman]
Πρβλ. π.χ. το ακόλουθο αργό μέρος (προσέξτε ότι ο Bach έχει σημειώσει να είναι λεγκάτο τα δέκατα έκτα του μπάσου – όπως είναι το φυσιολογικό για κομμάτια τέτοιου χαρακτήρα):
[Elizabeth Wallfisch]
Bach: Κοντσέρτο για βιολί σε Μι, μ.1-3 (μόνο το μπάσο)
Ο Gould στο πρελούδιο, πάλι άνευ λόγου και αιτίας, παίζει δεμένα το 5ο με το 6ο δέκατο έκτο κάθε μισού και στακάτο τα υπόλοιπα, ενώ από το μ. 5 και μετά πάλι αλλάζει άποψη (επίσης άνευ λόγου και αιτίας, αφού πρόκειται πάλι για απαράλλαχτο σχήμα):
Η μανία του Gould για το στακάτο επεκτείνεται ακόμα και στα τέταρτα και τα όγδοα της ακόλουθης φούγκας:
Πιο άστοχη επιλογή δεν γίνεται· αντιπαραβολή:
[Gustav Leonhardt]
Η φούγκα αυτή είναι στο λεγόμενο “stile antico”, το (επίσημα αναγνωρισμένο τότε) σοβαρό και υποβλητικό ύφος που χρησιμοποιεί την υφή της αναγεννησιακής πολυφωνίας. Πέρα από τη γενικά φωνητική φύση αυτού του ιδιώματος, ειδικά τα τέταρτα και τα όγδοα στην αναγεννησιακή πολυφωνική μουσική είναι πάντα πάνω σε μία συλλαβή – αδιανόητο να είναι στακάτο. Να ο κόσμος από τον οποίον προέρχεται το στυλ αυτό:
[Musica Contexta]
Στο stile antico, ακόμα και το μελωδικό υλικό προέρχεται άμεσα από το αναγεννησιακό ιδίωμα:
Bach: WTC1, Φούγκα 4, μ.1-8 (μόνο το μπάσο) – αντιπαραβολή με Palestrina
Γι΄ αυτό στο συγκεκριμένο στυλ ταιριάζει ιδιαίτερα και η απόδοση με εκκλησιαστικό όργανο:
[Robert Levin]
Αυτήν την ποιότητα το πιάνο μπορεί να την πλησιάσει περισσότερο απ’ ότι το τσέμπαλο. Όχι όμως το άνυδρο πιάνο του Gould…
Μία ακόμα φούγκα – με το πιο μαρτυρικό θέμα του τόμου:
Bach: WTC1, Φούγκα 24, μ.1-3
[Gustav Leonhardt]
Όλα τα χαρακτηριστικά αυτού του θέματος (έντονη χρωματικότητα, ζεύγη ημιτονίων, διάφωνα πηδήματα, τονικότητα) σημαίνουν πόνο και δάκρυα – πρβλ. μεταξύ άλλων το ακόλουθο παράδειγμα (καθόλου κατά σύμπτωση στην ίδια τονικότητα):
Bach: Πάθη κατά Ιωάννη, ρετσιτατίβο “Er leugnete”, μ.10-16
(«και εξελθών έξω [ο Πέτρος] έκλαυσε πικρώς»)
Ο Gould τα γράφει αυτά στα παλαιότερα των υποδημάτων του, και (ακόμα και παρά την ένδειξη τέμπο που -πράγμα σπάνιο- φρόντισε να προσθέσει ο Bach) χοροπηδάει αμέριμνος ως γάτος σε καρτούν της WB:
Τα παραδείγματα θα μπορούσαν να συνεχιστούν επ’ αόριστον. Σταματάμε εδώ, κλείνοντας με ένα ολόκληρο δείγμα – ένα από τα σπαρακτικότερα κομμάτια του Bach, που ο Gould το έχει κατακρεουργήσει. Παραθέτουμε την εκτέλεση, χωρίς επιμέρους σχολιασμό (λεπτομερής σχολιασμός για όλα τα λάθη και τις ασχήμιες του Gould, που εδώ κάνει πραγματικά ό,τι του κατέβει όποτε του κατέβει, θα χρειαζόταν ένα ξεχωριστό άρθρο):
Αν κάποιοι νομίζουν ότι αυτή η εκτέλεση είναι (δεν λέμε ιδανικός ή καλός Bach, λέμε απλώς:) αποδεκτή μουσικά και πιανιστικά, σηκώνουμε τα χέρια ψηλά.
Αντιπαραβολή:
[Till Fellner]
______________________
22-02-10
https://panagiotisadam.com/